- υποδώριος
- -α, -ο / ὑποδώριος, -ον, ΝΑ, και υποδωρικός, -ή, -ό, Ννεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο υποδώριος(ενν. τρόπος) α) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος, αρμονία που ακολουθεί την κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα τού δώριου τρόπουβ) η εκδοχή τού τρόπου αυτού στη μεσαιωνική Ευρώπη, που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο οποίος έχει ως βάση το ρε και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα τού ρε ώς την έκτη υψηλότερά τουαρχ.μουσ. (για αρμονία) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δώριος «δωρικός»].
Dictionary of Greek. 2013.